- εντολή
- η1. προσταγή, διαταγή, παραγγελία.2. (εκκλησ.), η παραγγελία από το Θεό: Οι δέκα εντολές.3. εξουσιοδότηση, πληρεξουσιότητα, δικαιοδοσία: Υπογράφει τα έγγραφα με εντολή του νομάρχη.4. (νομ.), σύμβαση, με την οποία ο εντολοδόχος υποχρεώνεται να εκτελέσει χωρίς αμοιβή πράξη ή σειρά πράξεων που του αναθέτει ο εντολέας.5. (διεθνές δίκ.), ειδικό διοικητικό καθεστώς με περιορισμένη διάρκεια, συμφώνα με το οποίο μια εντολοδόχος μεγάλη Δύναμη (ισχυρό κράτος) αναλάβαινε από την ΚΤΕ (Κοινωνία των Εθνών), με αντάλλαγμα διάφορα δικαιώματα, την κηδεμονία σε ορισμένες ξένες περιοχές ή και σε ολόκληρη χώρα: Η Αγγλία είχε την εντολή στην Παλαιστίνη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.